-
1 βοτάνι
τό1) дикая трава; дикое растение; 2) лекарственное растение, лекарственная трава; 3) эликсир;τό βοτάνι της νιότης — элексир молодости
-
2 βοτάνι
şifalı bitki, şifalı ot -
3 растение
растение с το φυτό· дикорастущее \растение το βοτάνι* * *сτο φυτόдикорасту́щее расте́ние — το βοτάνι
-
4 зелье
зельес разг τό βοτάνι / τό φαρμάκι (яд):любовное \зелье τό βοτάνι τής ἀγάπης· поить \зельем γητεύω, μαγεύω, ποτίζω φίλτρο. -
5 растение
растен||иес τό φυτό[ν], τό βοτάνι:водяные \растениеия τά ὑδρόφυτα, τά ἔνυδρα φυτά· вьющееся \растение τό ἀναρριχητικό φυτό· декоративные \растениеия τά (δια)κοσμητικά φυτά· лекарственные \растениеия τά βοτάνια, αἰ φαρμακευτικοί βοτάναι. -
6 трава
трав||аж τό χόρτο[ν], τό χορτάρι/ ἡ χλόη, ἡ πρασινάδα (на газоне):сорная \трава τά ἀγριόχορτα, τό ζιζάνιο, τό παράσιτο· морская \трава τά φύκια· лекарственные травы τό φαρμακευτικό φυτό, τό βοτάνι· косить \травау́ θερίζω χόρτο· ◊ \трава \травао́й, как \трава ἄνοστο σά χορτάρι· это давно \траваой поросло́ περασμένα ξεχασμένα· хоть \трава не расти φοδρνος νά μήν καπνίσει. -
7 βότανα
-
8 βοτάνη
η см. βοτάνι 2 -
9 βότανο
τό1) гелиотроп; 2) см,, βοτάνι 2, 3 -
10 зелень^1^У~/][/*] οοσ. θ. χορτάρι
[ζιέλ’ιε] ουσ. ο. βοτάνι "Русско-греческий новый словарь > зелень^1^У~/][/*] οοσ. θ. χορτάρι
-
11 зелье
[ζιέλ’ιε] ουσ. ο. βοτάνι " -
12 зелень^1^У~][/*] ουσ θ χορτάρι
[ζιέλ’ιε] ουσ ο βοτάνι " -
13 зелье
[ζιέλ’ιε] ουσ ο βοτάνι " -
14 присуха
-и θ. (λκ. ποίηση).1. μάγια με βοτάνι αγάπης.2. αγαπητό πρόσωπο. -
15 растение
-я ουδ.το φυτό• το. βοτάνι•однолетнее растение μονοετές φυτό•
многолетнее растение πολυετές φυτό•
водняные -я φυτά ένυδρα, υδροχαρή ή υδρόφυτα•
вьющиеся -я αναρριχητικά φυτά•
лекарственные -я φαρμακευτικά φυτά•растениея огородныб κηπευτικά φυτά•
дикие -я αυτοφυή φυτά•
паразитные -я παρασιτικά φυτά.
См. также в других словарях:
βοτάνι — το 1. φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες: Τα ελληνικά βουνά είναι γεμάτα βοτάνια. 2. φανταστικό φυτό με μαγικές ιδιότητες: Το βοτάνι της νιότης δεν υπάρχει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοτάνι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ., 68 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορεστίδος. * * * το (AM βοτάνιον) [βοτάνη] χόρτο νεοελλ. 1. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο 2. μαγικό βότανο 3. μύρο 4. πυρίτιδα 5. εύφλεκτο υλικό, το… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
άσπαρτος — η, ο (AM ἄσπαρτος, ον) [σπείρω] (για αγρό) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε νεοελλ. 1. (για σπόρους δημητριακών, οσπρίων κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχουν σπείρει ακόμη («άσπαρτα φασόλια») 2. το ουδ. ως ουσ. άσπαρτο, το το φυτό ερύγγιο… … Dictionary of Greek
αγαποβότανο — το Βοτ. μία από τις κοινές ονομασίες τού φυτού Teucrium polium τού γένους Τεύκριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγάπη + βοτάνι] … Dictionary of Greek
αγριολογώ — (I) βρίζω, εξυβρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άγριος + παραγ. κατάλ. λογώ < λέγω (= ομιλώ)]. (II) βοτανίζω τον αγρό, αφαιρώ την αγριάδα ή άλλα βότανα που φυτρώνουν μετά το όργωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αγρία (= βοτάνι) + παραγ. κατάλ. λογώ < λέγω ( … Dictionary of Greek
αντίψυχο — Στη λαϊκή παράδοση, α. είναι το μαγικό βότανο που χαρίζει τη ζωή και αποτρέπει τον θάνατο. Το α. ονομάζεται και ψυχοβότανο ή μαγιοβότανο. Χαρακτηριστική είναι η φράση έφαγε α. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το α. είναι το φως του καντηλιού ή του κεριού… … Dictionary of Greek
αριστολόχεια — η (Α ἀριστολόχεια και χία) βοτάνι που διευκολύνει τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + λοχεία («τοκετός») < λοχεύω «τίκτω, γεννώ»] … Dictionary of Greek
βοτάνη — η (AM βοτάνη) 1. χορτάρι, κατάλληλο κυρίως για ζωοτροφή 2. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο μσν. νεοελλ. 1. μαγικό βότανο 2. πυρίτιδα, μπαρούτι αρχ. 1. τόπος βοσκής, λιβάδι 2. αγριόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοτόν. ΠΑΡ. βοτάνι ( ιον), βοτανίζω,… … Dictionary of Greek
βοτάνιον — το βλ. βοτάνι … Dictionary of Greek
βότανο — Ποώδες φυτό με θεραπευτικές αλλά και βλαβερές ιδιότητες. Από πολύ παλιά το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, άλλοτε για φαρμακευτικούς σκοπούς και άλλοτε για να εξοντώνουν τους εχθρούς τους, επειδή σε μεγάλες δόσεις δρούσε ως ισχυρό δηλητήριο. Οι… … Dictionary of Greek